πλιθόκτιστος

πλιθόκτιστος
-η, -ο, Ν
βλ. πλινθόκτιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλινθόκτιστος — και πλιθόκτιστος και πλιθόχτιστος, η, ο, Ν χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, με πλίθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος / πλίθος + κτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”